- πόθεν
- ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Αεπίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» — δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρουςαρχ.1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι», Ομ. Οδ.β. «ποδαπὸς ὁ ξένος, πόθεν;», Αισχύλ.)2. (σχετικά με λόγο ή ομιλία) από πού, από ποιο σημείο; («τί λέγω, πόθεν ἄρξωμαι τάδ' ἐπευχομένη;», Αισχύλ.)3. (για προέλευση) από ποια αρχή, από ποια αιτία; (α. «τὴν τέχνην πῶς καὶ πόθεν ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι;», Πλάτ.β. «πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῑν;», ΚΔ)αρχ.1. (σχετικά με την καταγωγή) από ποια γενιά; (α. «αὐτὸν δ' οὐ σάφα οἶδα, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι», Ομ. Οδ.θ. «πόθεν ποθ' οἵδε διαπρεπεῑς εὐψυχίᾳ θνητῶν ἔφυσαν»; Ευρ.)2. (σε έκφραση θαυμασμού, απορίας, έντονης άρνησης) πώς; από πού κι ως πού; («ἀπὸ γὰρ βίον λείψωπόθεν γὰρ ἔσται βιοτά;», Ευρ.)3. (ως εγκλιτικό) ποθεναπό κάποιο τόπο, από κάπου («φανεὶς ἀλάστωρ ἤ κακὸς δαίμων ποθεν», Αισχύλ).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών επιρρημάτων και αντωνυμιών (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -θεν /θε*].
Dictionary of Greek. 2013.